μαρμαρογλυπτική

μαρμαρογλυπτική
η [μαρμαρογλύπτης]
η τέχνη τού μαρμαρογλύπτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαρμαρογλυπτική — η η τέχνη του μαρμαρογλύπτη, του μαρμαρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρμαρουργία — η [μαρμαρουργός] η τέχνη τού μαρμαρογλύπτη, η μαρμαρική, η μαρμαρογλυπτική …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Σώχος — Επώνυμο δύο Ελλήνων γλυπτών. 1. Λάζαρος (Τήνος 1862 Αθήνα 1911). Από οικογένεια με μακρά παράδοση στη μαρμαρογλυπτική, ήρθε από τη γενέτειρα του στην Αθήνα όπου σπούδασε γλυπτική με δάσκαλο το σημαντικότερο εκπρόσωπο του αθηναϊκού νεοκλασικισμού… …   Dictionary of Greek

  • Φιλιππότης, Δημήτριος — (Πύργος, Τήνος 1839 – Αθήνα 1919). Έλληνας γλύπτης. Γεννημένος στο τηνιακό χωριό με τη μεγάλη παράδοση στη μαρμαρογλυπτική και στις τέχνες, βρέθηκε από μικρός σε περιβάλλον ευνοϊκό για το ταλέντο του. Ακολούθησε πρώτα τον πατέρα του, που ήταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”